- δύσφορος
- δύσφορος, -ον (AM)1. οχληρός, ενοχλητικός2. βραδυκίνητος («δύσφορα τὰ σώματα ἀπεργάζοιντο», Πλούτ.)αρχ.1. (για τροφή) δύσπεπτος2. αυτός που έχει κακή σοδειά, άγονος («δύσφορος χώρα»)3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ δύσφορακακά, θλίψειςμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ δύσφορονανηφορικός, δύσκολος δρόμος («τὴν ὄρθωσιν, τὸ δύσφορον ν' ἀνάβω τῆς ὀδύνης»).
Dictionary of Greek. 2013.